- οπτοπλινθοδομή
- ηκτίσιμο με οπτόπλινθους, με τούβλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτόπλινθος «τούβλο» + -δομή (< δέμω), πρβλ. λιθο-δομή, ξυλο-δομή. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… … Dictionary of Greek